ρεζερβέ

ρεζερβέ
το, Ν
άκλ. αυτός που έχει «κλειστεί», δηλαδή κρατηθεί εκ τών προτέρων, αγκαζαρισμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. reserve < ρ. reserver (< λατ. reservo «διατηρώ, αποταμιεύω»)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”